- μυιοσόβη
- μυιο-σόβη, ἡ,A flyflap, Men.503, Anaxipp.7, Ael.NA15.14, cf. Poll.10.94; of a long beard, AP11.156 (Ammian.):—also [full] μυοσόβη (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυιοσόβη — η (Α μυιοσόβη και μυοσόβη) δέσμη μακριών τριχών που είναι προσαρμοσμένη σε λαβή και χρησιμοποιείται για το διώξιμο τών μυγών, μυγιαστήρι αρχ. μτφ. μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβη (< σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)] … Dictionary of Greek
μυιοσόβην — μυιοσόβη flyflap fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυιοσόβιον — μυιοσόβιον, τὸ (Α) [μυιοσόβη] μικρή μυιοσόβη … Dictionary of Greek
μυιοσόβας — μυιοσόβᾱς , μυιοσόβη flyflap fem acc pl μυιοσόβᾱς , μυιοσόβη flyflap fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
ξεμυγιαστήρι — το όργανο με το οποίο διώχνονται οι μύγες, η μυιοσόβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμυγιάζω + κατάλ. τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek